θοιναρμόστρια

Revision as of 11:45, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, A mistress of the banquet, cult-title, esp. in the worship of Demeter and Kore, in Laconia and Messenia, IG5(1).584, 1498, etc.: spelt θυναρμόστρια ib.583, σειναρμόστρια ib.229.

Greek (Liddell-Scott)

θοιναρμόστρια: ἡ, ἡ δέσποινα ἡ προϊσταμένη συμποσίου, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1430, - 16, -51· θυναρμόστρια, 1435-6· οὕτω, θύναρχος, ἀντὶ θοίναρχος, ὁ, Ἐπιγρ. Βοιωτ., αὐτόθι 1569.

Greek Monolingual

θοιναρμόστρια, ἡ (Α)
επιγρ. (τίτλος λατρείας, ιδίως της Δήμητρος και της Κόρης στη Λακωνία και στη Μεσσηνία) η δέσποινα, η κυρία, η προϊσταμένη συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + αρμόστρια, θηλ. του αρμοστής].