ἄβυθος

Revision as of 15:24, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A = ἄβυσσος (bottomless, unfathomed), εἴς τινα ἄ. φλυαρίαν Pl.Prm.130d (sed leg. εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας).

German (Pape)

[Seite 5] unergründlich, Plat. Parm. 130 d φλυαρία.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβυθος: -ον, = ἄβυσσος, εἴς τινα ἄβυθον φλυαρίαν. Πλάτ. Παρμ. 130 D. ἀλλὰ πιθ. ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: εἴς τινα βυθόν φλυαρίας.

Spanish (DGE)

-ον
1 insondable, abisal fig. φλυαρία Pl.Prm.130d.
2 subst. τὸ ἄ. abismo Dam.Isid.199.

Russian (Dvoretsky)

ἄβῠθος: досл. бездонный, перен. нескончаемый (φλυαρία Plat.).