ὁμαιμοσύνη

Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = ὁμαιμότης (blood-relationship), APl. 4.128.

German (Pape)

[Seite 328] ἡ, Blutsverwandtschaft, Ep. ad. 306 (Plan. 128).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιμοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Πλαν. 128.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parenté par le sang.
Étymologie: ὅμαιμος.

Greek Monolingual

η (Α ὁμαιμοσύνη) όμαιμος
η ιδιότητα του ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.

Greek Monotonic

ὁμαιμοσύνη: ἡ, συγγένεια εξ αίματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁμαιμοσύνη, ἡ, [from ὅμαιμος
blood-relationship, Anth.