μυόχρωμος
English (LSJ)
ον, = μυόχροος (mouse-coloured, mouse-colored), POxy. 1707.6 (iii AD).
Greek Monolingual
μυόχρωμος, -ον (Α)
μυόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. ποικιλό-χρωμος].
ον, = μυόχροος (mouse-coloured, mouse-colored), POxy. 1707.6 (iii AD).
μυόχρωμος, -ον (Α)
μυόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. ποικιλό-χρωμος].