= ἐκσμάω (wipe out, wipe clean), Ar. Fr. 33a D. (Pass.).
ἐκσμήχω: τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 804, 26.
ἐκσμήχω (Α)σφουγγίζω, βλ. εκσμάω («καλὸν δὲ και τὸ ἀγγεῑον ἐκσμήχειν τῆς ψυχῆς», Ιω. Χρυσ.).