κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
ἐκσμάω (Α)σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῦ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).