ατος, τό, A = πορνεία (prostitution), PGrenf.1.53.20 (iv A.D., pl.).
πόρνευμα: τό, = πορνεία, Ψελλ.· οὕτως, πόρνευσις, εως, ἡ, Σεκούνδου Γνῶμαι 14.
το, Α πορνεύωπορνεία.