δυσμετάτρεπτος

Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = δυσμετάστρεπτος (hard to divert), Eust. 1461.43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάτρεπτος: -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.

Spanish (DGE)

-ον
inflexible neutr. subst. τὸ δ. la inflexibilidad τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.

Greek Monolingual

δυσμετάτρεπτος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.