δυσμετάτρεπτος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
δυσμετάτρεπτον, = δυσμετάστρεπτος (hard to divert), Eust. 1461.43.
Spanish (DGE)
-ον
inflexible neutr. subst. τὸ δ. la inflexibilidad τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάτρεπτος: -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.
Greek Monolingual
δυσμετάτρεπτος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα μετατρέπεται.