inflexible
Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει -> Everything flows and nothing stands still
HeraclitusEnglish > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος, P. and V. σχετλίος; see inexorable.
persevering: P. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
inflexible = αὐθάδης, ἀγόνατος, ἀμετάκλαστος, δύσκαμπτος, δυσκαμπής, δύσλυτος, ἀτεγγής, ἀτειρής, ἀσφαλής, ἀστεμφής, ἄτροπος, ἀκάμπιος, ἀμετάκλιτος, ἄγναμπτος, ἀτειρός, δυσμετάτρεπτος, ἄεικτος, ἄτρεπτος, δυστράπελος, ἀδάμαστος, ἄτηκτος, ἀπαράτρεπτος, ἀθερής, διανταῖος, ἀκήλητος, δύσεικτος, ἀπαρέκτρεπτος, ἄσαντος, ἄτεγκτος, ἀκαμπής, ἀπαρέγκλιτος, ἀνεπίστροφος, ἄστρεπτος, ἀδιάστροφος, ἐναντιογνώμων, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀτενής, ἀνένδοτος
* Look up in: Google | Wiktionary | Wikcionario
(Translation based on the reversal of DGE)