inflexible
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος, P. and V. σχετλίος; see inexorable.
persevering: P. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
ἄγναμπτος, ἀγόνατος, ἀδάμας, ἀδάμαστος, ἀδιάστροφος, ἄεικτος, ἀθερής, ἀκαμπής, ἀκάμπιος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀκήλητος, ἀμετάκλαστος, ἀμετάκλιτος, ἀνένδοτος, ἀνεπίστροφος, ἀπαράτρεπτος, ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρέκτρεπτος, ἄσαντος, ἀστεμφής, ἄστρεπτος, ἀσφαλής, ἀτεγγής, ἄτεγκτος, ἀτειρής, ἀτειρός, ἀτενής, ἄτηκτος, ἄτρεπτος, ἄτροπος, αὐθάδης, διανταῖος, δύσεικτος, δυσκαμπής, δύσκαμπτος, δυσκίνητος, δύσλυτος, δυσμετάτρεπτος, δυστράπελος, ἐναντιογνώμων