inflexible
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος, P. and V. σχετλίος; see inexorable.
persevering: P. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
ἄγναμπτος, ἀγόνατος, ἀδάμας, ἀδάμαστος, ἀδιάστροφος, ἄεικτος, ἀθερής, ἀκαμπής, ἀκάμπιος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀκήλητος, ἀμετάκλαστος, ἀμετάκλιτος, ἀνένδοτος, ἀνεπίστροφος, ἀπαράτρεπτος, ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρέκτρεπτος, ἄσαντος, ἀστεμφής, ἄστρεπτος, ἀσφαλής, ἀτεγγής, ἄτεγκτος, ἀτειρής, ἀτειρός, ἀτενής, ἄτηκτος, ἄτρεπτος, ἄτροπος, αὐθάδης, διανταῖος, δύσεικτος, δυσκαμπής, δύσκαμπτος, δυσκίνητος, δύσλυτος, δυσμετάτρεπτος, δυστράπελος, ἐναντιογνώμων