δασυκνήμις

Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ιδος, = δασύκνημος (shaggy-legged), Nonn. D. 14.81.

German (Pape)

[Seite 524] ιδος, = folgdm, Πάν Nonn. D. 14, 81.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυκνήμις: ῑδος, = τῷ ἑπομ., Νόνν. Δ. 14. 81.

Spanish (DGE)

(δᾰσυκνήμις) -ιδος de pantorrillas velludas Φίλαμνος Nonn.D.14.81.

Greek Monolingual

δασυκνήμις (-ιδος), ο (Α)
δασύκνημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνήμη «το τμήμα του ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και στον αστράγαλο, η γάμπα»].