ὀνειροπολία

Revision as of 20:21, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = ὀνειροπόλησις (dreaming), Pl. Epin. 985c.

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, = Vorigem, Plat. Epin. 985 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολία: ἡ, τὸ ὀνειροπολεῖν, ὄνειρος, Πλάτων Ἐπιν. 985C.

Greek Monolingual

ὀνειροπολία, ἡ (Α) ονειροπόλος
η ονειροπόληση.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπολία: ἡ сновидения, сонные грезы Plat.