ονειροπόληση

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀνειροπόλησις) ονειροπολώ
η ενέργεια του ονειροπολώ, το να πλάθει κάποιος κάτι ευχάριστο, στη φαντασία του, να πλανιέται στον κόσμο τών ονείρων, ρεμβασμός.