ὁ, = κάχλασμα (plashing of water), Zos.Alch. p. 119 B. (pl.), Gloss.
καχλασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Μανασσ. Χρον. 229.
καχλασμός, ὁ (ΑΜ) κοχλάζωτο κόχλασμα.