ἀμαλλοδέτης

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, = ἀμαλλοδετήρ (binder of sheaves), Theoc. 10.44, AP 10.16 (Theaet.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 10. 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui lie les gerbes.
Étymologie: ἄμαλλα, δέω¹.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
agavillador Theoc.10.44, AP 10.16 (Theaet.).

Greek Monolingual

ἀμαλλοδέτης, ο (AM)
ο αμαλλοδετήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δέτης < δῶ (-έω) «δένω»].

Greek Monotonic

ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαλλοδέτης: ου ὁ Theocr., Anth. = ἀμαλλοδετήρ.