συσχηματισμός

Revision as of 09:57, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, = συσχημάτισις (similar situation), S.E.M.5.30, Ptol.Phas.p.5 H., Procl.Par.Ptol.142; A configuration, Paul.Al. E.4. 2 Gramm., correspondence of formation, Ammon. in Int. 65.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, die Stellung der Gestirne gegen einander, ἀστέρων, S. Emp. adv. astrol. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσχηματίζω
1. αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών
2. γραμμ. αντίστοιχος σχηματισμός.

Russian (Dvoretsky)

συσχημᾰτισμός: ὁ астр. соотношение в пространстве, взаимное положение (τῶν ἀστέρων Sext.).