θεόπρεπτος

Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = θεοπρεπής (meet for a god, marvelous, marvellous), v.l. in A. Pers. 905 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1197] = θεοπρεπής, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπρεπτος: -ον, =τῷ προηγ., διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 904∙ ἴδε θεότρεπτος.

Greek Monolingual

θεόπρεπτος, -ον (Α)
ο θεοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος, πάμ-πρεπτος].

Russian (Dvoretsky)

θεόπρεπτος: Aesch. = θεοπρεπής (v. l. θεότρεπτος).