κλαυθμυρίς

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, in pl., = κλαυθμυρισμός (crying like a child), Opp. C. 4.248 (with many vv. ll. ; κλαυθμυρμῶν cj. Lehrs).

Greek Monolingual

κλαυθμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κλαυθμυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. του κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα -ίζω: -ις (πρβλ. ραμφ-ίζω: ραμφ-ίς)].