νυκτιπλανής

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ές, = νυκτίπλανος (roaming by night), νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp. C. 3.268 (vv. ll. νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιπλᾰνής: -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, ἔνθα ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν· - ὡσαύτως νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτιπλανής, -ές (Α)
βλ. νυκτοπλανής.