θνησιμαῖος
English (LSJ)
α, ον, neut. as Subst. θνησιμαῖον, τό, = θνησείδιον (carcass of an animal), LXX 3Ki. 13.25, al. ; τῶν θ. οὐχ ἅψεσθε ib. Le. 11.8, cf. Hierocl. in CA 26 p. 480M.
German (Pape)
[Seite 1212] Gestorbene betreffend, bes. von verrecktem Vieh; Sp.; Schol. Ar. Av. 537 erkl. κενέβρεια, τὰ θνησιμαῖα.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῑος, -αία, -ον)
νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)
νεοελλ.
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα -αίος (πρβλ. αυλ-αίος, θαλαμ-αίος)].