ἀλωά

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, Doric for ἀλωή.

German (Pape)

[Seite 112] ion. u. ep. ἀλωή, ἡ (s. ἅλως), die Tenne, wo das Getreide gedroschen u. geworfelt wird; geebnetes und bebautes Land; Hom. oft; Tenne Iliad. 5, 499 ἱερὰς κατ' ἀλωάς, plur. homerisch für den sing., 13, 588 με γάλην κατ' ἀλωήν, 20, 496 ἐυκτιμένῃ (v. l. ἐυτρο χάλῳ Scholl.) ἐν ἀλωῇ; Weingarten Od. 1. 193. 11, 193 ἀνὰ (κατὰ) γουνὸν ἀλωῆς οὶνοπέδοιο, gen. definit., die ἀλωή ist der γουνός, Iliad. 18, 561 σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν, 566 ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν, Od. 7, 122 πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται; Baumpflanzung Iliad. 21, 36 Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ ὅτι ἀλωὴντὴν δενδροφόρον γῆν νῦν λέγει· ἐπιφέρει γάρ »ὁ δ' ἐρινεόν (37)«, vgl. 77 ἐυκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ; 9, 540 vgl. mitöst; Thetis zieht den Achill groß φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς, wie einen jungen Baum, Iliad. 18, 57. 438; Ackerland Iliad. 5, 90 ἕρκεα ἀλωάων ἐριθηλέων vgl. 92 ἔργα κάλ' αἰζηῶν, 9, 534 οὔ τι θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς ῥέξεν; vgl. Iliad. 21, 346 νεοαρδέ' ἀλωήν, Od. 6, 293 τεθαλυῖά τ' ἀλωή, 24, 221 πολυκάρπου ἀλωῆς, 226 ἐυκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 336 δένδρε' ἐυκτι μένην κατ' ἀλωήν, 224 ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος; – Tenne Hes. O. 599; Theocrit. 7, 34; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr. 25, 30; πολύκαρπος ἀλ. Ap. Rh. 3, 158; πολυστάφυλος Herod. Att. 9 (App. 50); Opp. H. 1, 797 ἀργινόεσσα Ποσειδάωνος ἀλωή die Meeresfläche; der Hof um Sonne u. Mond Arat. 810. 876.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωά: Δωρ. ἀντὶ ἀλωή, Θεόκρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀλωή.

Greek Monotonic

ἀλωά: Δωρ. αντί ἀλωή.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωά: или ἀλῳά ἡ дор. = ἀλωή.