θαλύσια

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλύσια Medium diacritics: θαλύσια Low diacritics: θαλύσια Capitals: ΘΑΛΥΣΙΑ
Transliteration A: thalýsia Transliteration B: thalysia Transliteration C: thalysia Beta Code: qalu/sia

English (LSJ)

[ῡ], τά, (θάλος)
A offerings of first-fruits, made to Artemis, Il.9.534; later to Demeter, Theoc.7.3; to Demeter and Dionysus, Men.Rh.p.391S.
2 θαλύσιος [ἄρτος] bread made from the first-fruits, Ath.3.114a.

German (Pape)

[Seite 1185] τά (θάλλω), sc. ἱερά, Erstlingsopfer von Feldfrüchten, Erndtefest, ὑπὲρ εὐθαλίας καὶ εὐκαρπίας διδόμεναι θυσίαι, VLL. Bei Hom. Il. 9, 534, οὔ τι θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς Οἰνε ὺς ῥέξε, der Artemis darzubringen, Schol. συγκομιστήρια; später ausschließlich der Demeter geweiht, Theocr. 7, 3 τᾷ Δηοῖ γὰρ ἔτευχε θαλύσια, s. Schol.; vgl. Nonn. D. 15, 198.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλύσια: ῡ, τά, (θάλος) αἱ ἀπαρχαὶ τοῦ θερισμοῦ, προσφορὰ τῶν ἀπαρχῶν γινομένη τῇ Ἀρτέμιδι, Ἰλ. Ι. 534· ἀλλὰ βραδύτερον, ὡς φαίνεται, μόνον τῇ Δήμητρι, Θεόκρ. 7. 3, πρβλ. Spanh. Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 20. 137. 2) θαλύσιος ἄρτος, ἄρτος γινόμενος ἐκ τῶν ἀπαρχῶν τῆς συγκομιδῆς, Ἀθήν. 114Α.

English (Autenrieth)

pl. (θάλλω): offering of first fruits, harvest offering, Il. 9.534†.

Greek Monolingual

θαλύσια, τὰ (Α)
προσφορά τών πρώτων καρπών της συγκομιδής προς την Άρτεμι ή προς τη Δήμητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από το θαλύς, που συνδέεται με το θάλλω. Η μακρότητα του -- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

θᾰλύσια: [ῡ], τά (θάλος), οι προσφορές των πρώτων καρπών, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: offerings of first fruits (Ι 534, Theoc. 7, 3).
Derivatives: θαλύσιος ἄρτος bread from the first corn (Ath. 3, 114a; cf. on Θαργήλια), θαλυσιὰς ὁδός the road to the Th. (Theoc. 7, 31); Θαλυσιάδης patron. (Δ 458). - To θάλλω etc, with Solmsen Unt. 37, Glotta 1, 80 first from an adj. *θαλύς, (only in θαλέων gen. pl. and θάλεια f. [[[δαῖς]], ἑορτή]); on the formation Fraenkel Nom. ag. 2, 124, Chantraine Formation 41f.
Origin: IE [Indo-European] [234] *dʰh₂l- flourish, grow green
Etymology: S. above. On the Thalysia Nilsson Gr. Rel. 1, 468.

Middle Liddell

θᾰλύ¯σια, τά, θάλος
the firstlings of the harvest, offerings of first fruits, Il., Theocr.

Frisk Etymology German

θαλύσια: {thalú̄sia}
Grammar: n. pl.
Meaning: Ernteopfer, Erntefest bei dem Erstlinge der Früchte dargebracht wurden (Ι 534, Theok. 7, 3).
Derivative: Davon θαλύσιος ἄρτος Erstlingsbrot das aus dem frischgedroschenen Korn gebacken wurde (Ath. 3, 114a; vgl. zu Θαργήλια), θαλυσιὰς ὁδός ‘der Weg zu den Th.’ (Theok. 7, 31); Θαλυσιάδης Patron. (Δ 458). — Zu θάλλω u. Verw., u. z. zunächst mit Solmsen Unt. 37, Glotta 1, 80 nach Lobeck vom Adj. *θαλύς, -ύ (nur θαλέων Gen. pl. und θάλεια f. [δαῖς, ἑορτή belegt); zur Bildung Fraenkel Nom. ag. 2, 124, Chantraine Formation 41f.
Etymology: Über die Thalysien Nilsson Gr. Rel. 1, 468.
Page 1,651