πελλητήρ

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. πελλαντήρ.

German (Pape)

[Seite 551] ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα
2. (στους Βοιωτούς) κύλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. αυλη-ήρ)].