ἀμολγεύς

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμολγεύς Medium diacritics: ἀμολγεύς Low diacritics: αμολγεύς Capitals: ΑΜΟΛΓΕΥΣ
Transliteration A: amolgeús Transliteration B: amolgeus Transliteration C: amolgeys Beta Code: a)molgeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, milk-pail, Theoc.8.87, AP9.224 (Crin.).

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
colodra Theoc.8.87, AP 9.224 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 127] έως ὁ, Melkeimer, Theocr. 8, 87; Crinag. 26 (IX, 224).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
vase à traire.
Étymologie: ἀμέλγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμολγεύς: έως ὁ подойник Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμολγεύς: έως, ὁ, ἀγγεῖον πρὸς ἄμελξιν, καδίσκος, «καρδάρι», Λατ. mulctra, Θεόκρ. 8. 87, Ἀνθ. Π. 9. 224.

Greek Monolingual

ἀμολγεὺς (έως), ο (Α) ἀμέλγω
δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν, καρδάρα.

Greek Monotonic

ἀμολγεύς: -έως, ὁ (ἀμέλγω), καρδάρα για το γάλα, Λατ. mulctra, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀμέλγω
a milk-pail, Lat. mulctra, Theocr., Anth.