οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Full diacritics: πελλητήρ | Medium diacritics: πελλητήρ | Low diacritics: πελλητήρ | Capitals: ΠΕΛΛΗΤΗΡ |
Transliteration A: pellētḗr | Transliteration B: pellētēr | Transliteration C: pellitir | Beta Code: pellhth/r |
v. πελλαντήρ.
[Seite 551] ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα
2. (στους Βοιωτούς) κύλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. αυληήρ)].