κακιότερος

Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. κακός.

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιότερος comp., zie κακός.