κακώτερος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

English (Autenrieth)

see κακός.

Greek Monolingual

κακώτερος, -έρα, -ον (Α)
αλλ. τ. του κακίων.

Russian (Dvoretsky)

κακώτερος: эп. = κακίων.