σφογγιά
English (LSJ)
v. σπογγιά.
German (Pape)
[Seite 1051] ἡ, auch σφογγία betont, att. statt σπογγιά.
Greek (Liddell-Scott)
σφογγιά: σφογγίον, σφόγγος, ἀντὶ σπ., ἴδε σπόγγος, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σπογγία.
v. σπογγιά.
[Seite 1051] ἡ, auch σφογγία betont, att. statt σπογγιά.
σφογγιά: σφογγίον, σφόγγος, ἀντὶ σπ., ἴδε σπόγγος, ἐν τέλ.
ἡ, Α
βλ. σπογγία.