v. μύρμηξ.
[Seite 220] ακος, ὁ, dor. = μύρμηξ, Theocr. 9, 31. 15, 45. 17, 107.
μύρμαξ: -ᾱκος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ μύρμηξ.
μύρμαξ, ὁ (Α)(δωρ. τ. του μύρμηξ) βλ. μυρμήγκι.
μύρμαξ: ᾱκος дор. = μύρμηξ.