ἱλαρύνω

Revision as of 10:38, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ἱλαρόω.

Greek Monolingual

(Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ
2. μέσ. ιλαρύνομαι
χαίρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. απαλ-ύνω, φαιδρ-ύνω)].