περιολισθαίνω

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

later for περιολισθάνω.

German (Pape)

[Seite 585] u. περιολισθάνω (s. ὀλισθάνω), herum-, darüberhin- und hergleiten, ausgleiten, fallen, Plut. Marcell. 15 u. sonst.

Greek Monolingual

Α
γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].

Russian (Dvoretsky)

περιολισθαίνω: и περιολισθάνω
1) быть скользким или скользящим (ὑγροὶ καὶ περιολισθαίνοντες ἁρμοί Plut.);
2) соскальзывать, выскальзывать Plut.;
3) проскальзывать (εἴς τι Plut.).