Epic 3 pl. impf. of ἵημι.
ἵεν: Αἰολ. γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ ἵημι· πρβλ. ἵε.
3ᵉ sg. impf. épq. sync. de ἵημι.
ἵεν: эп.-дор. (= ἵεσαν) 3 л. pl. impf. к ἵημι.