ποτιβλέπω

Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Doric for προσβλέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.

Greek Monolingual

και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].

Greek Monotonic

ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.