ἐωνήμην, v. ὠνέομαι.
ἐώνημαι: ἐωνήμην, ἴδε ὠνέομαι.
v. ὠνέομαι.
ἐώνημαι: ἐωνήμην, παρακ. και υπερσ. του ὠνέομαι.
ἐώνημαι: pf. к ὠνέομαι.