ἐώνημαι
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: ἐώνημαι | Medium diacritics: ἐώνημαι | Low diacritics: εώνημαι | Capitals: ΕΩΝΗΜΑΙ |
Transliteration A: eṓnēmai | Transliteration B: eōnēmai | Transliteration C: eonimai | Beta Code: e)w/nhmai |
v. ὠνέομαι.
ἐώνημαι: pf. к ὠνέομαι.
ἐώνημαι: ἐωνήμην, ἴδε ὠνέομαι.
ἐώνημαι: ἐωνήμην, παρακ. και υπερσ. του ὠνέομαι.