ὠνέομαι

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνέομαι Medium diacritics: ὠνέομαι Low diacritics: ωνέομαι Capitals: ΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ōnéomai Transliteration B: ōneomai Transliteration C: oneomai Beta Code: w)ne/omai

English (LSJ)

Hes.Op.341, etc.: fut.
A ὠνήσομαι E.Hec.360, Ar.Ach.815, Pax1261, Lys.22.22, Dor. ὠνασοῦμαι (v. infr.):—in Att. usually with the syllabic augment, ἐωνούμην Eup.184, And.1.134, ἀντ-εωνεῖτο X. Oec.20.26, etc.: but ὠνέετο Hdt.3.139, ὠνέοντο Id.1.69, ὠνούμην Lys. 7.4 codd., ἀντ-ωνεῖτο And.1.134, ἐξ-ωνεῖτο Aeschin.3.91: aor. 1 ἐωνησάμην Plu.Cic.3; ὠνησάμην Hp.Ep.17, Plu.Nic.10, Luc.Herm.81; part. ὠνησάμενος Plb.4.50.3, D.H.7.20: ὠνήσασθαι not in Attic inscrr. earlier than IG22.1035.8 (i B. C.), ἐπριάμην being used in Att.; ὠνησάμην in the prov. Χῖος δεσπότην ὠνήσατο = a Chian purchased his master, 'caught a Tartar' Eup.269: pf. ἐώνημαι in act. sense, Ar.Pl.7, Lys.7.2 (so plpf. ἐώνητο D.37.5); also as Pass. (v. infr. 11): aor. in pass. sense (v. infr. 11) ἐωνήθην; fut. in pass. sense ἀπ-ωνηθήσεται Theopomp.Com.84: this verb is usually replaced in later Gr. by ἀγοράζω:—buy, purchase, opp. πωλέω, πιπράσκω; πῶ τις ὦν ὄνον ὠνασεῖται; Sophr.125; but in pres. and impf. (which are the tenses most in use), offer to buy, bargain or bid for a thing, ὄφρ' ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Hes.Op.341; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt. 1.1; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, ib.69; τὰς νήσους οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν ib.165, cf. 3.139, 6.121; ὀκτὼ λάβοις ἄν (sc. ὀβολούς); Answ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον if you are willing to buy the other fish, Alex.16.10, cf. 78.7; ὠνεῖσθαι καὶ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.741b; ὠ. τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων Hdt.5.6, cf. Pl.Prt.313d, 313e, D.9.48; ἀπό τινος Ach.Tat. 5.17: c. dat. pers., buy from... Ar.Ach.815, Pax1261; also ὠ. ἐκ Κορίνθου buy goods from Corinth, X.HG7.2.17: ὠ. ἐξ ἀγορᾶς Id.An. 3.2.21; metaph., καιρόν, σπονδάς ὠ., Plu.Sert.6, Hdn.6.7.9; ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἐμπόρους D.8.25; c. gen. pretii, buy for so much, Hdt. 5.6, cf. E.Hec.360, X.An.7.6.24; ψυχῆς at the price of life, Heraclit. 85: also c. dat., buy with... τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα E.IA 1170: abs., X.Mem.2.10.4, Ages.1.18: especially in partic., ὠνουμένους ἕξειν τὰ ἐπιτήδεια by purchase, Id.An.2.3.27, cf. 5.5.14, etc.; also ὁ ὠνούμενος = the buyer, purchaser, ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου Id.Eq.3.2, cf. Plu. Cat.Mi.36; ὁ ἐωνημένος = the owner by purchase (of a slave), Ar.Pl.7; ὁ ὠνησάμενος Plu.2.242d; ὁ ὠνησόμενος = the intending purchaser, Din. 3.10: metaph., χάριτας πονηρὰς ὠ. E.Hel.902; ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠνοῦνται X.Hier.9.11; εὔνοιαν παρά τινος D.12.20; ὠ. τὰς αὑτῶν ψυχὰς παρὰ τῶν ἐχθρῶν Lys.28.9:—in A.Supp.337 Robortello restored ὄνοιτο.
2 bid for, purchase the farming of public taxes or properties, λ ταλάντων And.1.134, Lys.7.2 (in part. pf. Pass. with trans. sense); τέλη παρὰ τῆς πόλεως X.Vect.4.19, etc.; ὠ. μέταλλα D.19.293; τὸν ἐωνημένον τὴν ἰλὺν ἐκκομίσασθαι IG12.94.20, cf. ὠνή II.
3 buy off, avert by giving hush-money, ὠ. τὸν κίνδυνον D.38.20; τὰ ἐγκλήματα ib.8; ταλάντου τὸ πλημμέλημα (i.e. its penalty) παρά τινος Luc.Herm.81.
4 ὠ. τινα to buy a person, of one who bribes, D.18.247; ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινάς Id.9.45, cf. Plu.Phil.15.
II sometimes used as Pass., dub. in pres. since [ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] is interpol. in Pl.Phd.69b; occasionally in pf., part. ἐωνημένος Id.R. 563b, Is.11.42, D.19.209 (but indic. ἐώνηνται Anon. ap. Arist.Rh. 1410a19 is Act. in sense): plpf. ἐώνητο Ar.Pax1182 (troch.); also in aor. ἐωνήθην X.Mem.2.7.12, ὠνηθῇ Id.Vect.4.19; part. ὠνηθείς Is.6.19, Pl.Sph.224a, Lg.850a.
III Act. pf. part. ἐωνηκώς = ἐωνημένος, Lys.Fr.135S.: aor. ὠνῆσαι· ἀγοράσαι, Zonar.: pres. ὠνεῖν· πωλεῖν, ἀπολαύειν, Hsch.: the sense πωλεῖν is Cretan, ὠνῆν τὰ χρήματα they shall sell the property, Leg.Gort.5.47; αἰ δέ τις . . τὸ νόμισμα μὴ λείοι δέκετθαι ἢ καρπῶ ὠνίοι if any one refuses the currency or sells for produce, SIG525.8 (Crete, iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

Act. (seul. part. pf. ἐωνηκώς) acheter;
Pass. (impf. ἐωνούμην, ao. ἐωνήθην, pf. ἐώνημαι, pqp. ἐωνήμην) être acheté ; part. prés. τὰ ὠνούμενα PLAT les choses achetées;
Moy. seul. us. d'ord. au sens Act. ὠνέομαι, ὠνοῦμαι (impf. ἐωνούμην ou ὠνούμην, f. ὠνήσομαι, ao. ἐωνησάμην ou ὠνησάμην, pf. ἐώνημαι ; les Att., au lieu de l'ao. ἐωνησάμην, emploient ἐπριάμην, v. πρίαμαι) acheter; avec le n. de prix au gén. : τι ψυχῆς, acheter qch au prix de sa vie ; τί τινι, acheter qch à qqn ; en mauv. part ἀργύρου τινά EUR acheter qqn à prix d'argent ; particul. :
1 prendre à ferme, affermer, acc.;
2 faire mine d'acheter, marchander, acc..
Étymologie: ὠνή.

German (Pape)

impf. ἐωνούμην, aor. ἐωνησάμην, wofür die guten Attiker lieber ἐπριάμην brauchen (ὠνήσατο Eupol. bei Ath. VI.266f ist bedenklich, s. Lobeck Phryn. 128), perf. ἐώνημαι, Ar. Plut. 7, ist auch oft pass., wie der aor. ὠνηθεῖσα, Isae. 6.19, ὠνηθὲν ἢ πραθέν Plat. Legg. 850a, vgl. Soph. 224a, ein act. ἐωνηκώς wird aus Lys. angeführt B.A. 95, – kaufen, erkaufen; pachten, Hes. O. 343; öfter bei Her.; mit dem dat. der Person, von der man Etwas kauft, ὠνήσομαί σοι Ar. Ach. 780; τούτῳ γ' ἐγὼ τὰ δόρατα ταῦτ' ὠνήσομαι Pax 1327; gew. παρά τινος, Plat. Prot. 313e und oft; Gegensatz πωλεῖν Legg. V.741b und sonst; ἐξ ἀγορᾶς, auf dem Märkte kaufen, Xen. An. 3.2.21; der Preis steht im gen., μισθοῦ τινος γάμους ὠνουμένη Eur. El. 1090; ὅστις ἀργύρου μ' ὠνήσεται Hec. 360; Xen. An. 3.1.20 und öfter. – Bes. öffentliche Abgaben od. Zölle pachten, Andoc. 1.134; τέλη παρὰ τῆς πόλεως Xen. Vect. 4.19; vgl. Wolf Dem. Lept. 281; Böckh ath. Staatshaush. I p. 122, 359. – Kaufen wollen, um Etwas handeln, auf Etwas bieten, τῶν φορτίων Her. 1.1; so 1.68, 69, 165, 3.139. – Erkaufen, bestechen, τινά, Dem. 18.247; auch τὰ ἐγκλήματα ἐωνοῦντο, sie wandten durch Bestechung Anklagen ab, 38.8, 20.

Russian (Dvoretsky)

ὠνέομαι: (impf. (ἐ)ωνούμην, fut. ὠνήσομαι, aor. (ἐ)ωνησάμην - атт. ἐπριάμην, pf. ἐώνημαι)
1 приобретать (за деньги), покупать (κλῆρόν τινος Hes.; τιμῆς ἀργυρίου τι NT): ὠ. καὶ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Plat. торговать друг с другом; ὠ. τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. покупать продовольствие на рынке; ὠ. τι ἐκ Κορίνθου Xen. покупать что-л. в Коринфе; ὠ. τί τινι Arph. и παρά τινος Her., Plat., Dem. покупать что-л. у кого-л.; ὠ. χρημάτων μεγάλων Her. покупать за большие деньги; ὁ ὠνούμενος Xen., Dem., Plut. покупатель; ὁ ἐωνημένος Arph. и ὁ ὠνησάμενος Plut. совершивший покупку, владелец (по праву купли); ὠ. τινός τι Arst., Plut. и τινί τι Eur. перен. приобретать что-л. ценой чего-л.; ὠ. τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν Lys. давать выкуп за свою жизнь; ὠ. τὸν χρόνον Plut. (благодаря денежным подаркам) выиграть время;
2 желать купить, приторговывать, прицениваться: ὠ. τῶν φορτίων Her. прицениваться к товарам; τὴν χλανίδα προσελθὼν ὠνέετο Her. подойдя, он стал прицениваться к плащу; οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν τὰς νήσους Her. (хиосцы) не хотели продать острова (фокейцам), предлагавшим купить (их);
3 брать на откуп, арендовать (τὰ τέλη Xen.; τὰ μέταλλα Dem.): οἱ ἐωνημένοι τοὺς καρπούς Lys. арендаторы урожая;
4 подкупать (ὠ. καὶ διαφθείρειν τινά Dem.);
5 отклонять от себя с помощью денег, откупаться; ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαί τινα Dem. платить деньги за то, чтобы оградить кого-л. от обид; τὰ ἐγκλήματα ὠ. Dem. откупаться деньгами от обвинений;
6 pass. быть покупаемым, покупаться (ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Plat.): ἐωνημένος ἄνθρωπος Dem. купленный раб.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνέομαι: (ἴδε ἐν τέλει)· μέλλ. -ήσομαι Εὐρ. Ἑκ. 360, Ἀριστοφ. Ἀχ. 815, Εἰρ. 1261, Λυσί., κλπ.· - παρ’ Ἀττ. συνήθως λαμβάνει τὴν συλλαβικὴν αὔξησιν, ἐωνούμην Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 15, Ἀνδοκ. 17. 28, κλπ., ἀλλὰ ὠνέετο Ἡρόδ. 3. 139, ὠνέοντο 1. 69 (καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις φέρεται ὠνούμην παρὰ τῷ Λυσίᾳ 108. 36)· - ἀόρ. α΄ ἐωνησάμην ἢ ὠνησάμην Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 23. Πλούτ., Λουκ., κλπ.· ἀλλὰ τὸ ὠνήσατο παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Φιλ.» 3 εἶναι λίαν ἀμφίβ. (διότι ὁ παρ’ Ἀττ. ἀόρ. εἶναι ἐπριάμην), ἴδε τὴν σημείωσιν τοῦ Meineke καὶ πρβλ. *πρίαμαι· - πρκμ. ἐώνημαι ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἀριστοφ. Πλ. 7, Λυσίας 108. 27· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ παθ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· - ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ) ἐωνήθην. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λ. ὠνή, ὧνος· πρβλ. Σανσκρ. vasn-as (pretium), vasn-am (praemium)· Λατ. ven-um· - ἀποθ. Ἀγοράζω, ἀντίθετον τῷ πωλέω, πιπράσκω, ὡς τὸ Λατ. emere ἀντίθετον τῷ vendere· ἀλλ’ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. (οἵτινες εἶναι οἱ μάλιστα ἐν χρήσει χρόνοι), προσφέρομαι ὅπως ἀγοράσω, προσφέρω τιμήν, διαπραγματεύομαι περί τινος, «παζαρεύω», ὄφρ’ ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 339· ταύτας (δηλ. τὰς γυναῖκας) στάσας κατὰ τὴν πρύμνην τῆς νεὸς ὠνέεσθαι τῶν φορτίων, ὅτι διεπραγμαπεύοντο νὰ ἀγοράσωσι πράγματα ἐκ τοῦ φορτίου τοῦ πλοίου, Ἡρόδ. 1. 1· Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε, ἔδωκεν εἰς αὐτούς, ὅτε προσεφέροντο νὰ ἀγοράσωσιν, ὁ αὐτ. 1. 69· τὰς νήσους οὐκ ἠβούλοντο ὠνεομένοισι πωλέειν αὐτόθι 165, πρβλ. 3. 139., 6. 121· ὀκτὼ λάβοις ἂν (ἐξυπακ. ὀβολούς); Ἀπόκρ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον, ἂν θέλῃς νὰ ἀγοράσῃς τὸν ἕτερον ἰχθύν, Ἄλεξις ἐν «ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 10, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· ὠνεῖσθαι καὶ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Νόμ. 741Β· ὠν. τι παρά τινος Ἡρόδ. 5. 6, Πλάτ. Πρωτ. 313D, Ε, Δημ. 123. 21· ἀπό τινος Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 17· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τοῦ προσώπου, ἀγορζω ἀπό .., Ἀριστοφ. Ἀχ. 815, Εἰρ. 1261· ἀλλά, ὠν. ἐκ Κορίνθου, ἀγοράζειν ἐμπορεύματα ἐκ Κορ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 17· ἐξ ἀγορᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 21· - μετὰ γεν. τῆς τιμῆς, ἀγοράζω ἀντί .., Ἡρόδ. 5. 6, Εὐρ. Ἑκ. 360, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 24· ψυχῆς, ἀντὶ τῆς ζωῆς, μὲ θυσίαν τῆς ζωῆς, Ἡράκλειτ. ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 31· ἀλλὰ καὶ μετὰ δοτ., ἀγοράζω ἀντί., μέ …, τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα Εὐρ. Ι. Α. 1170· - ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4, Ἀγησ. 1, 18· μάλιστα κατὰ μετοχ., ὠνουμένους ἕξειν τἀ επιτήδεια, ἀγοράζοντας, δι’ ἀγορᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 3, 27, πρβλ. 5. 5, 14, κλπ.· ὡσαύτως, ὁ ὠνούμενος, ὁ ἀγοράζων, ὁ ἀγοραστής, ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 3, 2, πρβλ. Δημ. 309, 15, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 36· ὁ ἐωνημένος, ὁ δι’ ἀγορᾶς γενόμενος κύριος (δούλου), Ἀριστοφ. Πλ. 7· οὕτως, ὁ ὠνησάμενος Πλούτ. 2. 242D· ὁ ὠνησόμενος, ὁ μέλλων νὰ ἀγοράσῃ, Δείναρχ. 109. 30. - μεταφορ., χάριτας πονηρὰς ὠν. Εὐρ. Ἑλ. 902· ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠν. Ξεν. Ἱέρων 9. 11· εὔνοιαν παρά τινος Διον. 164. 13· ψυχῆς τι ὠν. Ἡράκλ. παρὰ Πλουτ. 2. 457D· τὰς ψυχὰς ὠν., τὴν ζωήν, Λυσίας 180. 15· - ἐν ταῖς Αἰσχύλ. Ἱκ. 336, ἀντὶ ὤνοιτο τοῦ κώδ. διωρθώθη ὄνοιτο (Boisson., Robartello.) 2) ἀγοράζω δημοσίους φόρους ἢ δασμούς, ἢ μᾶλλον προσφέρω τιμήν τινα δι’ αὐτούς, λ’ ταλάντων Ἀνδοκ. 17. 28, Λυσί. 108. 26 ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ παθ. πρκμ. (μετὰ μεταβ. σημασ.), Ξεν. Πόροι 4. 19. κλπ.· ὠν. μέταλλα Δημ. 435. 7· πρβλ. ὠνή, καὶ Böckh Ρ. Ε. 2, σ. 52. 3) ἐξαγοράζω τινὰ διὰ χρημάτων ὅπως ἀποφύγω τι, ἀγοράζω αὐτὸν ἵνα σιωπήσῃ, ὠν. τὸ ἀδικεῖσθαι, τὸν κίνδυνον Δημ. 96. 6., 990. 17· τὰ ἐγκλήματα ὁ αὐτ. 987. 7· ταλάντου τὸ πλημμέλημα παρά τινος Λουκ. Ἑρμότ. 81· καιρὸν, σπονδὰς Πλουτ. Σερτ. 6, Ἡρῳδιαν. 6 .7. 1) ὠν. τινα, ἀγοράζω τινὰ διὰ δώρων, διαφθείρω, ἀγοράζω τὴν εὔνοιαν αὐτοῦ, Δημ. 309. 15· ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινὰς ὁ αὐτ. 122 21, πρβλ. Πλουτ. Φιλοποίμ. 15, 322. ΙΙ. ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθ.· - σπανίως ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἷον ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Πλάτ. Φαίδων 69Β· ἐωνούμην Ξεν. Ἱππ. 8. 2· - οὐχὶ σπανίως ἐν τῇ παθ. μετοχῇ, ἐωνημένος, Πλάτ. Πολ. 563Β, Λυσίας 165. 16 (ἔνθα ἴδε Mark.), Ἰσαῖος 88. 21, Δημ. 406, 11· ἡ ὁριστ. ἐώνηνται παρ’ Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 7 ὁ ὑπερσ. ἐώνητο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1182· ὡσαύτως ὁ αόρ. ἐωνήθην Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Πόροι 4. 19· ἡ μετοχ. ὠνηθεὶς Ἰσαῖος 58. 15, Πλάτ. Σοφ. 224Α, Νόμ. 850Α. ΙΙΙ. ἐνεργητικός τις πρκμ. μετοχῆς, ἐωνηκὼς ἀντὶ τοῦ ἐωνημένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Λυσίου ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 95· καὶ οἱ τύποι ὠνέω, ὤνησα, σημειοῦνται παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Ἡσυχίῳ.

English (Strong)

middle voice from an apparently primary onos (a sum or price); to purchase (synonymous with the earlier πίμπρημι): buy.

English (Thayer)

ὠνοῦμαι: 1st aorist ὠνησμην (which form, as well as ἐωνησαμην, belongs to later Greek, for which the earlier writings used ἐπριάμην; cf. Lob. ad Phryn., p. 137ff; (Rutherford, New Phryn., p. 210ff; Veitch, under the word); Winer's Grammar, § 12,2; § 16, under the word); from Herodotus down; to buy: with a genitive of the price, Acts 7:16.

Greek Monotonic

ὠνέομαι: μέλ. -ήσομαι· στην Αττ. συνήθως με συλλαβ. αύξηση, παρατ. ἐωνούμην (αλλά ὠνέετο, ὠνέοντο, στον Ηρόδ.), αόρ. αʹ ἐωνησάμην ή ὠνησάμην, αλλά το ὠνήσατο είναι πολύ αμφίβ. (διότι στην Αττ. ο αόρ. είναι ἐπριάμην), παρακ. ἐώνημαι (ὦνος
I. 1. Αποθ., αγοράζω, προσφέρω τιμή, αντίθ. προς τα πωλέω, πιπράσκω, όπως το Λατ. emere είναι αντίθ. του vendere· αλλά στον ενεστ. και στον παρατ., προσφέρομαι να αγοράσω, διαπραγματεύομαι, παζαρεύω κάτι, σε Ησίοδ.· ὠνέεσθαι τῶν φορτίων, (ότι) διαπραγματεύονταν να αγοράσουν κάποια πράγματα από τα φορτία (των πλοίων), σε Ηρόδ.· Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε, (το) έδωσε σε αυτούς, όταν αυτοί προσφέρθηκαν να (το) αγοράσουν, στον ίδ.· ὠνέομαί τι παρά τινος, αγοράζω κάτι από κάποιον άλλο, στον ίδ.· ὠνέομαι ἐκΚορίνθου, αγοράζω αγαθά από την Κόρινθο, σε Ξεν.· με γεν. της τιμής, αγοράζω αντί... (τόσου τιμήματος), σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ. μτχ. ὠνούμενος, αγοράζοντας, με αγορά, σε Ξεν.· ὁ ὠνούμενος, ο αγοραστής, στον ίδ.· ὁ ἐωνημένος, αυτός που γίνεται κύριος δούλου από αγορά, σε Αριστοφ.
2. αγοράζω δημόσιους φόρους ή δασμούς ή ορθότερα προσφέρω τιμή γι' αυτούς· ὠνέομαι μέταλλα, σε Δημ. κ.λπ.
3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα για να αποφύγω κάτι, εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου, στον ίδ.· ὠνέομαί τινα, χρηματίζω κάποιον με δώρα, διαφθείρω, εξαγοράζω την εύνοια κάποιου, στον ίδ.
II. Ορισμένες φορές χρησιμ. ως Παθ., αγοράζομαι, όπως στη φράση ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα, σε Πλάτ.· Παθ. μτχ. ἐωνημένος, στον ίδ., σε Δημ.· γʹ ενικ. υπερσ. ἐώνητο, σε Αριστοφ.· Παθ. αόρ. αʹ ἐωνήθην, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὦνος [aor1 is very dubious (for the Attic aorist is ἐπριάμην)]
I. Mid.:— to buy, purchase, opp. to πωλέω, πιπράσκω, as Lat. emere to vendere; but in pres. and imperf. to offer to buy, deal for, bargain or bid for a thing, Hes.; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt.; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, Hdt.; ὠν. τι παρά τινος from another, Hdt.; ὠν. ἐκ Κορίνθου to buy goods from Corinth, Xen.:—c. gen. pretii, to buy for so much, Hdt., Attic:—absol. in partic., ὠνούμενος by purchase, Xen.; ὁ ὠνούμενος the purchaser, Xen.; ὁ ἐωνημένος the owner by purchase of a slave, Ar.
2. to farm public taxes or tolls, or rather to bid for them, ὠν. μέταλλα Dem., etc.
3. to buy off, avert by giving hush-money, Dem.; ὠν. τινα to buy a person, of one who bribes, Dem.
II. sometimes used as Pass. to be bought, as ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Plat.; perf. part. ἐωνημένος Plat., Dem.; 3 sg. plup. ἐώνητο Ar.; in aor1 ἐωνήθην Xen.

Chinese

原文音譯:çnšomai 哦尼哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:是著
字義溯源:購買,買,買來;源自(ὠνέομαι)X*=總計,價錢)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 買來的(1) 徒7:16

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=ἀγοράζω). Θέμα ϝων + πρόσφ. ε + ομαι = ϝων-έ-ομαι = ὠνοῦμαι. Παρατ. ἐϝωνε-όμην = ἐω-νούμην. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠνή, ἡ (=ἀγορά), ὤνημα, ὤνησις, ὠνητέος -ον, ὠνητής (=ἀγοραστής), ὠνητικός, ὠνητός (ἀγοραστός), ὠνήτωρ, ἱππώνης (=ἀγοραστής ἀλόγων), τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων φόρων), ἀργυρώνητος (=αὐτός πού ἀγοράστηκε μέ χρήματα, ὤνιος, ὀψώνιον, ἰσωνία (=ἰσότητα τιμῆς), ὦνος (=τιμή, ἀγορά).

Translations

buy

Abkhaz: аахәара; Afrikaans: koop; Aghwan: 𐔸𐕒𐔲𐕒𐕡𐕆𐔴𐕍𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Ainu: ホㇰ; Akan: tɔ; Aklanon: bakae; Albanian: blej; Amharic: መግዛት; Apache Western Apache: nahiʼdiih; Arabic: اِشْتَرَى‎; Egyptian Arabic: اشترى‎; Moroccan Arabic: شرى‎; Aragonese: crompar; Armenian: գնել, առնել; Aromanian: acumpãr; Assamese: কিনা; Assyrian Neo-Aramaic: ܙܵܒ݂ܹܢ‎; Asturian: mercar, comprar; Avar: бичун босизе; Azerbaijani: almaq; Bashkir: һатып алыу, алыу; Basque: erosi; Belait: melei; Belarusian: купляць, купі́ць; Bengali: কেনা; Breton: prenañ; Brunei Bisaya: mali; Brunei Malay: bali; Bulgarian: купувам; Burmese: ဝယ်; Catalan: comprar; Cebuano: palit; Central Atlas Tamazight: ⵙⵖ, ⴰⵖ; Central Dusun: boli; Chinese Cantonese: 買/买; Mandarin: 買/买; Chuukese: kamö; Cornish: prena; Corsican: cumprà; Crimean Tatar: satın almaq; Czech: kupovat, koupit; Danish: købe; Dutch: kopen, aanschaffen, aankopen; Elfdalian: tjyöpa; Esperanto: aĉeti; Estonian: ostma; Evenki: гами; Farefare: da; Faroese: keypa; Finnish: ostaa; Franco-Provençal: achetar; French: acheter; Friulian: comprâ; Galician: mercar, comprar; Georgian: ყიდვა; German: kaufen; Gilaki: هین‎; Gothic: 𐌱𐌿𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: αγοράζω; Ancient Greek: ἀγοράζω, ἀγοράσδω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, ἀμείβω, ἀποδίδωμι, ἀποπρίαμαι, εἰσπρίαμαι, ἐκμισθοῦμαι, ἐκπρίαμαι, ἐμπολάω, ἐμπολῶ, ἐμπορεύομαι, ἐξαγοράζω, ἐξωνέομαι, ἐξωνοῦμαι, ὠνέομαι, ὠνοῦμαι; Greenlandic: sivoq; Guaraní: jogua; Gujarati: ખરીદવું; Haitian Creole: achte; Hausa: sáyṓ; Hawaiian: kūʻai; Hebrew: קָנָה‎; Higaonon: palit; Hindi: मोल लेना, ख़रीदना; Hungarian: vásárol, vesz; Ibanag: gatang; Icelandic: kaupa; Ido: komprar; Ilocano: gatang; Indonesian: membeli; Ingrian: ostaa, lunastaa, lunata; Ingush: эца; Interlingua: comprar, emer; Irish: ceannaigh; Isnag: xatang; Istriot: cunprà; Italian: comprare; Iu Mien: maaiz; Ivatan: manadiw; Japanese: 買う, 購入する; Javanese: tuku, tumbas, mundhut; Kabyle: ⴰⵖ; Kaingang: kajãm; Kambera: kei; Kapampangan: sali, sumali; Kazakh: сатып алу; Khmer: ទិញ; Kongo: kusumba; Korean: 사다, 구입하다; Kumyk: алмакъ; Kurdish Central Kurdish: کڕین‎; Northern Kurdish: kirrîn, standin; Kyrgyz: сатып алуу; Ladin: comprer; Lao: ຊື້; Latgalian: pierkt; Latin: emo, sumo; Latvian: pirkt, nopirkt; Ligurian: acatâ; Lithuanian: pirkti; Lombard: crompâ; Low German: köpen; Luxembourgish: kafen; Macedonian: купува; Malay: beli; Maltese: xtara; Manchu: ᡠᡩᠠᠮᠪᡳ; Mansaka: bili; Mongolian: авах, худалдаж авах; Moore: ra; Nanai: гаори; Navajo: nayiiłniih; Neapolitan: accattà; Nepali: किन्नु; Ngazidja Comorian: uhula; Norman: acater, acataer; North Frisian: kuupe; Northern Sami: oastit; Northern Norwegian: kjøpe; Occitan: crompar; Ojibwe: adaawen; Okinawan: 買ーゆん, 買ーいん; Old English: bycgan, ceapian; Old Norse: kaupa, byggja; Old Saxon: buggian; Oromo: bituu; Ossetian: ӕлхӕнын; Papiamentu: kumpra; Pashto: پېرل‎, پېرودل‎; Persian: خریدن‎; Polish: kupować, kupić, nabywać, nabyć; Portuguese: comprar, adquirir; Punjabi: ਖ਼ਰੀਦਣਾ; Quechua: rantiy, rantii; Romani: kinel; Romanian: cumpăra; Romansch: cumprar, cumprer; Russian: покупать, купить; Samogitian: pėrktė; Sanskrit: क्रीणाति; Sardinian: comparai, comporai, comporare, cumporai, comprai; Scottish Gaelic: ceannaich; Semai: belik; Serbo-Croatian Cyrillic: купити, куповати, покуповати; Roman: kupiti, kupovati, pokupovati; Sicilian: accattari, cumprari; Sindhi: خريد ڪرڻ‎; Sinhalese: ගන්නවා; Slovak: kupovať, kúpiť; Slovene: kupovati, kupiti; Somali: gado, iibso; Sorbian Lower Sorbian: kupowaś, kupiś; Upper Sorbian: kupować, kupić; Sotho: reka; Spanish: comprar; Swahili: kununua; Swedish: köpa; Tagalog: bili, bilhin, bumili; Tai Dam: ꪏꪳ꫁; Tajik: харидан; Tamil: வாங்கு; Tausug: bii; Tetum: sosa; Thai: ซื้อ; Tibetan: ཉོས, གཟིགས; Tocharian B: käry-; Turkish: satın almak, sakmak; Turkmen: satyn almak; Tutong: meli; Tuvan: садып алыр; Ukrainian: купувати, купити; Urdu: مول لینا‎, خریدنا‎; Uyghur: سېتىۋالماق‎; Uzbek: sotib olmoq; Venetian: cronpar, conprar; Vietnamese: mua; Walloon: atchter; Waray-Waray: palit, balyo; Welsh: prynu; West Coast Bajau: beli; West Frisian: keape, keapje; White Hmong: yuav; Yagnobi: хиринак; Yiddish: קויפֿן‎; Yoruba: rà; Zhuang: cawx