κοτυλίσκη

Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, v. κοτυλίσκος.

Greek Monolingual

κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].