διμήτριος
English (LSJ)
v. sub διμήτωρ.
Spanish (DGE)
-ον
de dos madres, nacido dos vecesde Dioniso, Hdn.Epim.265, Et.Gud.s.u. Διμίτριος, Anecd.Stud.1.275.
Greek Monolingual
διμήτριος, ο (Α)
ο διμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -μήτριος < μήτηρ (-τρός) (πρβλ. ομομήτριος)].