κικκάβη
English (LSJ)
v. sub κικκαβάζω.
Greek Monolingual
κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].
v. sub κικκαβάζω.
κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].