κικκαβαῦ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
onomatop., cry in imitation of the screech-owl's note, Ar. Av.261: κικκάβη, ἡ, screech-owl, Sch.adloc.; cf. κικκάμη, noctua, Glossaria:—hence κικκαβάζω (κικκαβίζω Phot.), shriek like a screech-owl, cj. Dobree for κακκαβίζω in Ar.Lys.761.
German (Pape)
[Seite 1437] ein Schrei, der die Stimme der Nachteulen nachahmt, Ar. Av. 263.
French (Bailly abrégé)
interj.
onomatopée pour imiter le cri du chat-huant.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κικκαβαῦ onomat. indecl. kiik-kiik (het krijsende geluid van de [steen]uil).
Russian (Dvoretsky)
κικκᾰβαῦ: подражание крику совы Arph.
Greek Monolingual
κικκαβαύ (Α)
κωμική ονοματοποιημένη κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής της κουκουβάγιας, στον Αριστοφ.
Greek Monotonic
κικκᾰβαῦ: ονοματοπ., κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής της κουκουβάγιας, «κουκουβάου», σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κικκᾰβαῦ: ὀνοματοπ., κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τῆς γλαυκός, «κουκουβάου», Ἀριστοφ. Ὄρν. 261· ὁ Σχολ. ἀναφέρει ὅτι κικκάβη, ἡ, εἶναι λέξις ἡ σημαίνουσα τὴν γλαῦκα· ― ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 761, ὁ Dobree διορθοῖ κικκαβαζουσῶν (κοινῶς κακκαβ-), ἐκ τοῦ κικκαβάζω (ὁ Φώτ. ἔχει κικκαβίζω), κραυγάζω ὡς ἡ γλαῦξ, Λατ. tutubare Πρβλ. κακκαβίζω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: exclamation
Meaning: natural sound of the screech-owl (Ar. Av. 261);
Derivatives: κικκάβη screech-owl (sch.) and κικκαβάζω cry as an owl (Ar. Lys. 761 coni. Dobree for κακκαβάζω, -βίζω). Further κικκάβη (gloss.), κίκυμος, -υβος (H.), κικυμωΐς (Call. Fr. 318), -ωνίς acc. to Latte id.; cf. Heubeck Würz. Jb. 1949-50, H. 2, 208ff. Note κικυμωνεῖν δυσβλεπτεῖν H. Further κὶκυμος λαμπτήρ η γλαυκός ὁμοίως καὶ κίκυβος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Onomatopoetic words, partly with expressive gemination (Schwyzer 315); on the β-suffix Chantraine Formation 261. Cf. κακκάβη and κίκιρρος; s. also κίκκαβος and κύμινδις; also W.-Hofmann s. cucubiō, the sound of the screech-owl. The words κικυβ/μος show the Pre-Greek interchange β/μ; but Fur. 221 rejects κικκαβ/μη as too late. Also Lat. cicuma screecht-owl. I have no explanation of the interchange (κικκ-)αβ/μ- / (κικ-)υβ/μ-. The word is clearly Pre-Greek.
Middle Liddell
onomatop., a cry in imitation of the screechowl's note, toowhit, toowhoo, Ar.
Frisk Etymology German
κικκαβαῦ: {kikkabaũ}
Meaning: Naturlaut der Nachteule (Ar. Av. 261);
Derivative: davon κικκάβη Nachteule (Sch. z. St.) und κικκαβάζω wie eine Eule schreien (Ar. Lys. 761 coni. Dobree für κακκαβάζω, -βίζω). Daneben κικκάβη (Gloss.), κίκυμος, -υβος (H.), κικυμωΐς (Kall. Fr. 318) ib.; vgl. Heubeck Würz. Jb. 1949-50, H. 2, 208ff.
Etymology: Onomatopoetische Wörter, teilweise mit expressiver Gemination (Schwyzer 315); zum β-Suffix Chantraine Formation 261. Vgl. κακκάβη und κίκιρρος; s. auch κίκκαβος und κύμινδις; dazu noch W.-Hofmann s. cucubiō.
Page 1,851-852