Epic for συφεός.
οῦ (ὁ) :c. συφεός.
sty; συφεόνδε, to the sty. (Od.)
ὁ, Α(επικ. τ.) βλ. συφεός.
συφειός -ου, ὁ ep. voor συφεός.
σῠφειός: ὁ Hom. = συφεός.