συφεόνδε
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
to the sty, Od. 10.320
French (Bailly abrégé)
adv.
vers l'étable à porcs.
Étymologie: συφεός, -δε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στο χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. συφεόν του συφεός «χοιροστάσιο» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. θαλαμόνδε, οἶκόνδε)].
German (Pape)
zum Schweinkosen hin, 10.320.
Russian (Dvoretsky)
σῠφεόνδε: adv. в свиной хлев (ἐλθέμεναι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συφεόνδε [συφεός] adv., naar het varkenshok.