συφεόνδε
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
to the sty, Od. 10.320
French (Bailly abrégé)
adv.
vers l'étable à porcs.
Étymologie: συφεός, -δε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στο χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. συφεόν του συφεός «χοιροστάσιο» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. θαλαμόνδε, οἶκόνδε)].
German (Pape)
zum Schweinkosen hin, 10.320.
Russian (Dvoretsky)
σῠφεόνδε: adv. в свиной хлев (ἐλθέμεναι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συφεόνδε [συφεός] adv., naar het varkenshok.