περσιστί

Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

Adv., (< Περσίζω) in the Persian tongue, Hdt. 9.110, X. An. 4.5.10.
in the Persian fashion, Aristid. Or. 34 (50).56.

German (Pape)

[Seite 603] adv., auf persisch, in persischer Sprache, εἶπε, Xen. An. 4, 5, 10.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά
αρχ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αττικισ-τί)].

Russian (Dvoretsky)

περσιστί: adv. по-персидски Her., Xen.