λιπαρόχρως
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, acc. λιπαρόχρων, = λιπαρόχροος, Theoc. 2.102.
Greek Monolingual
λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].
Greek Monotonic
λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρόχρως: ωτος Theocr. = λιπαρόχροος.
Middle Liddell
λῐπᾰρό-χρως, ωτος, = λῐπᾰρόχρους, Theocr.]