λιπαρός
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
λιπαρά, λιπαρόν, (λίπα) prop.
A oily, shiny with oil, once in Hom., anointed, λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα Od.15.332; λ. χωρεῖν ἐκ βαλανείου Ar.Pl.616; θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ Id.Eq.536, cf. Nu.1002; σοὶ δὲ μελήσει… λιπαρῷ (Bentl. for λιπαρῶς) χωρεῖν ἐπὶ δεῖπνον Id.Ec.652; of oil or oily objects, shiny, Simon.148.4, X.Mem. 2.1.31, Pl.Ti.60a, 84a, Arist.HA520a27.
2 fatty, greasy, ἄρτος Ar.Fr.109; τὰ λιπαρά = unctuous dishes, ib.506.1; τὸ λιπαρόν = fatty substance, Arist.PA651a24; λιπαραί (sc. ἔμπλαστροι), αἱ, oily plasters, Dsc.1.112, Gal.12.468: sometimes opp. τὸ πῖον (which implies resinous substance), Arist.Mete.387b6, cf. Col.791b23; of vegetables boiled in grease, Hp. Mul.1.66. Adv. λιπαρῶς, ἕψειν boil in grease, Hp.Mul. l. c.; so λ. ἠρτυμένον Gal.9.677; ἀνατρίβειν = massage with a greasy or oily lubricant, Hp.Art.9.
II of the healthy look of the human body or skin, shining, sleek, in Hom. in phrase λιπαροὶ πόδες bright, smooth feet, without a wrinkle on the skin, mostly of men's feet, in the line ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα Il.2.44, al.; of Hera, 14.186; of Themis, Hes.Th.901; λιπαρώτεροι ἐγένοντο Hdt.3.23; λ. στῆθος Ar.Nu. 1012; θηρία X.Cyr.1.4.11; χείλεα Luc.Am.13; radiant, θυγάτηρ Χρόνου B.7.1; ἄκοιτις Id.5.169.
III of condition or state of life, rich, comfortable, easy, γῆρας Od.11.136, 19.368, Pi.N.7.99; λ. εὐφροσύνη AP11.63 (Maced.). Adv. λιπαρῶς, γηρασκέμεν Od.4.210; πλήσαντα λ. κύκλον ἐτῶν ἑκατόν Epigr.Gr.451.
IV of things, bright, brilliant, λιπαρὴ καλύπτρη Il.22.406; λ. κρήδεμνα Od.1.334, etc.; χοροί Hes.Th.63; of city walls, Od.13.388; λ. δόμος B.15.29; νίκα Id.10.38; στέφανοι Id.1.47; λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας splendid or rich tribute, Il.9.156,298; also, of the oily smoothness of a calm sea, λ. γαλάνα Theoc.22.19, cf. Call.Epigr.6.5; also σέλας Theoc.23.8; and of smells, λιπαρὴ ὀσμή rich, savoury, Arist. de An.421a30, cf. Sens.443b10.
V of soil, fat, rich, fruitful, as epithet of places, Χίος, ἣ νήσων λιπαρωτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται h.Ap.38; λ. πόλις Thgn.947; λιπαρὸς Ὀρχομενός, λιπαραὶ Θῆβαι, λιπαρὴ Νάξος, λιπαρὸς Μαραθών, Pi.O.14.2, P.2.3, 4.88, O.13.110; λιπαραὶ Ἀθῆναι, favourite epithet with the Athenians, prob. with allusion to the Attic olive, first in Pi.I.2.20, Fr.76, cf. Ar.Ach.639, 640 (where he plays on the double sense of brilliant and greasy), Nu.300, Fr.110; λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, of Nephelococcygia, Id.Av.826; λ. χεύματα, of rivers, A.Supp.1028 (lyr.); λ. ὅρμος Call.Del.155; ἄντρον Orph.H. 59.4 (Hermann), etc.
VI Adv. λιπαρῶς, v. supr. 1, III.
German (Pape)
[Seite 51] (λίπος), fett, fettig, mit Oel od. Salbe bestrichen, gesalbt, wie λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα zu nehmen, Od. 15, 332, denn man salbte sich besonders das Haar; λουσάμενος λιπαρὸς χωρῶν ἐκ βαλανείου, gesalbt, Ar. Plut. 616, wie auch die Ringer sich salbten, Nubb. 998; Theocr. 5, 91; πλόκαμος, Csilim. Lav. Pall. 32; dah. auch Theocr. 2, 51 λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας sagt; vgl. Luc. am. 3; τὸ λιπαρὸν καὶ κολλῶδες, Plat. Crat. 427 b; mit στίλβον vrbdn, Tim. 60 a (vgl. ὄσσων λιπαρὸν σέλας Theocr. 23, 8); u. neben λεῖον, 84 a; Xen. stellt αὐχμηρός entgegen, auch bes. auf das Haar es beziehend, Hem. 2, 1, 31; Arist. H. A. 3, 20 unterscheidet es von πίων u. rechnet das Oel u. alles Oelartige dazu. – Übertr. vom glänzenden, kräftigen, gefunden Aussehen des menschlichen Leibes u. der einzelnen Glieder, strotzend, frisch, wohlgenährt, λιπαροὶ πόδες, Il. 2, 44 u. öfter, gew. von Männern, wo nicht an Salben zu denken ist, sondern an die pralle, nicht gerunzelte Haut, die von kräftiger Gesundheit zeugt; auch von den Füßen der Hera, 14, 186, u. der Themis, Hes. Th. 901, die glänzend weißen; στῆθος λιπαρόν, Ar. Nubb. 1011, ist aber wohl mehr eine fette Brust; τὰ θηρία λιπαρὰ ἐφαίνετο, stattlich, wohlgenährt, Xen. Cyr. 1, 4, 11. – Dann auch von glänzenden, glücklichen Lebenszuständen, γῆρας, ein behagliches Alter, das an Nichts Mangel leidet, Od. 11, 136. 19, 368. 23, 283, wie Pind. N. 7, 99, u. λιπαρῶς γηράσκειν, 4, 210; u. von Sachen, λιπαρὴ καλύπτρη, glänzend, kostbar, Il. 22, 406, u. λιπαρὰ κρήδεμνα, oft in der Od., auch übertr. von stattlichen, prächtigen Burgmauern, 13, 388; λιπαρὰς θέμιστας τελεῖν, reichliche Gebühren entrichten, Il. 9, 156. 298; χοροί, stattliche Reigen, Hes. Th. 63. – Vom Boden, fett, fruchtbar, ergiebig, übh. reich, gesegnet, Μαραθών, Pind. Ol. 13, 106, Νάξος, 4, 88, u. sonst von Städten, bes. von Athen, I. 2, 20 N. 4, 18 u. oft bei Ar. u. Eur. (wo man auch an den in Attika einheimischen Olivenbaum gedacht hat); Χίος, H. h. Apoll. 38 u. a. D. – Λιπαροῖς χεύμασι, reichlich, Aesch. Suppl. 1008; τράπεζαι u. ä., sp. D. – Adv. λιπαρῶς, z. B. χωρεῖν ἐπὶ δεῖπνον, wohlgesalbt, Ar. Eccl. 652; Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
gras :
1 gras, onctueux, brillant d'huile, de graisse, de parfums, etc. : λιπαροὶ κεφαλάς OD avec les cheveux luisants;
2 p. ext. luisant, brillant d'embonpoint, de vigueur, de fraîcheur : πόδες λιπαροί IL pieds robustes;
3 fig. opulent, riche, éclatant, splendide (épithète appliquée à Athènes pour la première fois par Pindare et devenue chère aux Athéniens) : λιπαρὸν γῆρας OD vieillesse abondamment pourvue de ressources ; λιπαρὰς θέμιστας τελεῖν IL payer de riches contributions ; λιπαρὰ κρήδεμνα OD voiles brillants, riches bandelettes;
Cp. λιπαρώτερος, Sp. λιπαρώτατος.
Étymologie: λίπα.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρός:
1 жирный, маслянистый, лоснящийся от жира: λιπαροὶ κεφαλάς Hom. с блестящими от масла головами;
2 лоснящийся, блестящий (λαμπρὸς καὶ λ. Plat.);
3 полный, упругий, крепкий (πόδες Hom.; στῆθος Arph.);
4 упитанный, тучный (θηρία Xen.);
5 свежий, ясный (ὀμμάτων σέλας Hes.);
6 богатый, пышный, цветущий, великолепный (νῆσος HH; Ἀθῆναι Pind.; Θῆβαι Pind.);
7 обильный (θέμιστες Hom.);
8 обеспеченный, спокойный, безбедный (γῆρας Hom.);
9 светлый, безмятежный (εὐφροσύνη Anth.);
10 блистающий, сверкающий, роскошный (κρήδεμνα, καλύπτρη Hom.);
11 перен. густой, сильный (ὀσμή Arst.);
12 оплодотворяющий, благодатный (χεύματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρός: -ά, -όν, (λίπος)· κυρίως ἐλαιώδης, στίλβων ἢ λάμπων ἐκ τοῦ ἐλαίου ἢ λίπους, κατὰ τὴν συνήθειαν ἣν εἶχον οἱ ἀρχαῖοι νὰ ἀλείφωσι τὰ ἑαυτῶν σώματα ἐν τῇ παλαίστρᾳ μετὰ τὸ λουτρὸν καὶ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις κατὰ τὰς εὐωχίας· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μόνον ἅπαξ, λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα Ὀδ. Ο. 332· οὕτω, λιπαρὸς χωρεῖν ἐκ βαλανείου Ἀριστοφ. Πλ. 616· θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 536, πρβλ. Νεφ. 1002· σοὶ δὲ μελήσει... λιπαρῷ χωρεῖν ἐπὶ τὸ δεῖπνον (οὕτως ὁ Bentl. ἀντὶ -ρῶς) ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 652· ἐπὶ τῆς κόμης, ἀντίθετ. τῷ αὐχμηρός, Σιμων. 148, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 31, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 60A, 84A, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 5. 2) ἔχων λίπος, ἄρτος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· τὰ λιπαρά, φαγητὰ ἐλαιώδη, λιπώδη, αὐτόθι 421· τὸ λ., λιπαρά, λιπώδης οὐσία, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2, κ. ἀλλ.· ἐνίοτε ἀντίθετον πρὸς τὸ πῖον (ὅπερ ὑποθέτει ῥητινώδη οὐσίαν), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 9, 31, π. Χρωμ. 1, 11. II. ἐπὶ τῆς ὑγιοῦς καταστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ δέρματος, ὡς ἐκφαίνεται αὕτη ἐξωτερικῶς, εὔρωστος, στιλπνός, ζωηρός, Λατ. nitidus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, λιπαροὶ πόδες, λαμπροί, ἁπαλοί, εὔρωστοι, ἄνευ ῥυτίδων ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνδρικῶν ποδῶν, ποσσὶ δ’ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα Ἰλ. Β. 44, κτλ.· ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ξ. 186· τῆς Θέμιδος, Ἡσ. Θ. 901· λιπαρώτεροι ἐγένοντο Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., λ. στῆθος Ἀριστοφ. Νεφ. 1011· θηρία Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· χείλεα Λουκιαν. Ἔρωτες 13. III. ἐπὶ καταστάσεως τοῦ βίου, πλούσιος, ἀναπεπαυμένος, ἥσυχος, εὐμαρής, εὐάρεστος, Λατ. nitidus, lautus, γῆρας Ὀδ. Λ. 136., Τ. 368, Πινδ. Ν. 7. 146· λ. εὐφροσύνη Ἀνθ. Π. 11. 63· οὕτω, λιπαρῶς γηράσκειν Ὀδ. Δ. 210· πλήσαντα λ. κύκλον ἐτῶν ἑκατὸν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 451. IV. ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρός, ἔξοχος, κομψός, ὡραῖος, λιπαρὴ καλύπτρη Ἰλ. Χ. 406· λ. κρήδεμνα Ὀδ. Α. 334, κτλ.· χοροὶ Ἡσ. Θ. 63· καὶ ἐπὶ τῶν τειχῶν φρουρίου, Ὀδ. Ν. 388· οὕτω καὶ λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας, «λιπαροὺς τελέσουσι φόρους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 156, 298· - οὕτως ἐπὶ τῆς ἐλαιώδους ὁμαλότητος τῆς ἠρεμούσης θαλάσσης, λιπαρὴ δὲ γαλήνη ἀμ πέλαγος Θεόκρ. 22. 19, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγρ. 5. 5· ὡσαύτως, ὀμμάτων σέλας Θεόκρ. 23. 8· καὶ ἐπὶ ὀσμῶν, λ. ὀσμὴ Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 5, π. Αἰσθ. 5, 10. V. ἐπὶ ἐδάφους, παχύς, γόνιμος εὔφορος, Λατ. nitidus, pinguis, ὡς ἐπίθ., χωρῶν ἢ πόλεων, Χῖος ἣ νήσων λιπαρωτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 38· λ. πόλις Θέογν. 947· λ. Ὀρχομενός, Θῆβαι, Νάξος, Μαραθὼν Πινδ. Ο. 14. 5, Π. 2. 6, κτλ.· λιπαραὶ Ἀθῆναι, προσφιλὲς τοῖς Ἀθηναίοις, ἐπίθ., πιθ. κατ’ ἀναφορὰν πρὸς τὰς ἐν Ἀττικῇ ἐλαίας, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ι. 2. 30, Ἀποσπ. 46· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 639, 640 (ἔνθα ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζει ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λαμπρότητος καὶ τοῦ λιπώδους), Νεφ. 300, Ἀποσπ. 162· οὕτω, λ. τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῆς Νεφελοκοκκυγίας, Ὄρ. 826· λ. χεύματα, ἐπὶ ποταμῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029· λ. ὅρμος Καλλ. εἰς Δῆλ. 155· ἄντρον Ὀρφ., κτλ. VI. μαλακός, καλῶς βεβρασμένος, κοινῶς «καλοβρασμένος», λάχανα Ἱππ. 616. 21· λιπαρῶς ἕψειν, ἀνατρίβειν ὁ αὐτ. ἐν 616, 23., 785Η. VII. Ἐπίρρ. λῐπαρῶς, ἴδε ἀνωτ. I, III, VI. - (Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ λῑπαρής, Bentl. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 673).
English (Autenrieth)
(λίπα): sleek, shining with ointment, Od. 15.332; shining (nitidus), Il. 2.44; then fig., rich, comfortable, θέμιστες, γῆρας, Ι 1, Od. 11.136.—Adv., λιπαρῶς, fig., Od. 4.210.
English (Slater)
λῐπᾰρός (-όν; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ᾶν, -αῖς, -αί; -ῷ) bright, radiant ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ (O. 8.82) ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι (N. 7.99) Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. of cities, λιπαρὰ Μαραθών (O. 13.110) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν (P. 2.3) “ἐν δὲ Νάξῳ λιπαρᾷ (P. 4.88) λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν (N. 4.18) ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις (I. 2.20) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστει fr. 204.
English (Strong)
from lipos (grease); fat, i.e. (figuratively) sumptuous: dainty.
English (Thayer)
λιπαρά, λιπαρόν (λίπα (or rather, λίπος grease, akin to ἀλείφω)); from Homer down; fat: τά λιπαρά (joined with τά λαμπρά, which see) things which pertain to a sumptuous and delicate style of living (A. V. dainty), Revelation 18:14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λιπαρός, -ά, -όν)
1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς ἄρτος», Αριστοφ.)
3. (για έδαφος) γόνιμος, εύφορος («ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λιπαρός
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κουρκουλιονίδες
2. φρ. α) «λιπαρά οξέα»
χημ. ονομασία τών οργανικών οξέων που απαντούν στα λίπη και στα έλαια υπό μορφή γλυκεριδίων
β) «λιπαρό πτερύγιο»
ζωολ. λιπαρό και εύκαμπτο πτερύγιο στη ράχη πολλών ψαριών που διαφέρει σε δομή από τα οστέινα πτερύγια
μσν.-αρχ.
πλούσιος, ευμαρής, άνετος («ἥβα λιπαρῷ τε γήραϊ διαπλέκτοις», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για λάδι ή ελαιώδη αντικείμενα) γυαλιστερός
2. (για υγιή κατάσταση του ανθρώπινου σώματος) εύρωστος, ζωηρός («ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί από κάλλος, υγεία ή νεότητα («λιπαρά θυγάτηρ Χρόνου», Βακχυλ.)
4. (για πράγματα) λαμπρός, κομψός, ωραίος («ἀπό δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε», Ομ. Ιλ.)
5. (για τα τείχη φρουρίου) κτισμένος γερά («Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα», Ομ. Οδ.)
6. (για τη θάλασσα όταν ηρεμεί) ευχάριστος
7. (για ποταμό) αυτός που έχει άφθονο νερό («λιπαροῖς χεύμασι γαίας», Αισχύλ.).
επίρρ...
λιπαρῶς (Α)
1. με λίπος («λιπαρῶς ἕψειν», Ιπποκρ.)
2. με ευμάρεια («λιπαρῶς γηρασκέμεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα + επίθημα -αρός (πρβλ. μιαρός).
ΠΑΡ. λιπαρότητα(-ης)
αρχ.-μσν.
λιπαρία.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιπαράμπυξ, λιπαραυγής, λιπαρόγειος, λιπαρόζωνος, λιπαρόθρονος, λιπαροκρήδεμνος, λιπαρόμματος, λιπαροπλόκαμος, λιπαρόσκηπτρος, λιπαροτρόφος, λιπαρόχρους, λιπαρόχρως, λιπαρώψ
μσν.
λιπαροβώλαξ, λιπαροστέλεχος. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρολίπαρος, καταλίπαρος, οξυλίπαρος, περιλίπαρος, υπολίπαρος].
Greek Monotonic
λῐπᾰρός: -ά, -όν (λίπος)·
I. 1. ελαιώδης, γυαλιστερός, που λάμπει από το λάδι ή το λίπος, κατά τη συνήθεια των αρχαίων να αλείφουν με λάδι τα σώματά τους στην παλαίστρα, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., κ.λπ.
2. ελαιώδης, λαδωμένος, αυτός που έχει λίπος, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για την κατάσταση του ανθρώπινου σώματος ή δέρματος, στιλπνός, γυαλιστερός, ζωηρός, Λατ. nitidus, λιπαροὶ πόδες, εύρωστα, απαλά πόδια, χωρίς καμία ρυτίδα, σε Ομήρ. Ιλ.· λιπαρώτεροι ἐγένοντο, σε Ηρόδ.· λιπαρὸν στῆθος, σε Αριστοφ., κ.λπ.
III. λέγεται για την κατάσταση της ζωής, πλούσιος, άνετος, ευάρεστος, με ευμάρεια, Λατ. nitidus, lautus, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ομοίως, λιπαρῶς γηράσκειν, σε Ομήρ. Οδ.
IV. λέγεται για πράγματα, λαμπρός, έξοχος, κομψός, ωραίος, σε Όμηρ.
V. λέγεται για το έδαφος, παχύς, γόνιμος, εύφορος, Λατ. pinguis, σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν.· λιπαραὶ Ἀθῆναι, προσφιλές επίθ. στους Αθηναίους, πιθ. αναφορικά προς τις ελιές της Αττικής, σε Πίνδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
λῐπᾰρός, ή, όν λίπος
I. oily, shiny with oil, acc. to the custom of oiling the skin in the palaestra, Od., Ar., etc.
2. oily, greasy, Ar.
II. of the skin, shining, sleek, Lat. nitidus, λιπαροὶ πόδες bright, smooth feet, without a wrinkle, Il.; λιπαρώτεροι ἐγένοντο Hdt.; λ. στῆθος Ar., etc.
III. of condition, rich, comfortable, easy, Lat. nitidus, lautus, Od., Pind.; so, λιπαρῶς γηράσκειν Od.
IV. of things, bright, brilliant, costly, splendid, Hom.
V. of soil, fat, rich, fruitful, Lat. pinguis, Hhymn., Theogn.; λιπαραὶ Ἀθῆναι, a favourite epithet with the Athenians, prob. with allusion to the Attic olive, Pind., Ar.
Chinese
原文音譯:liparÒj 利爬羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:使光滑 相當於: (בָּרִיא) (דָּשֵׁן) (שָׁמֵן)
字義溯源:肥甘,含油的,甘美的,奢華的,鮮美的,珍饈美味;源自(λιπαρός)X*=滑膏)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 珍饈美味(1) 啓18:14
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=παχύς, ζωηρός, πλούσιος, ἔξοχος, γόνιμος). Ἀπό το λίπος (=λίγδα) ἀπό ρίζα λιπ-, ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: λιπαρέω -ῶ (=ἐπιμένω, παρακαλῶ), λιπαρής (=ἐνοχλητικός), λιπαρία (=ἐπιμονή), λιπαρία (=πάχος), λιπαρητέον, λιπάρησις (=ἱκεσία), λιπαρότης (=πάχος), λιπαρῶς (=ἄφθονα), λίπασμα, λιπάω (=εἶμαι παχύς), ἀλείφω, ἀλοιφή.
Translations
oily
Assamese: তেলীয়া, তেলাল; Bulgarian: промазан; Czech: olejnatý; Finnish: öljyinen; French: huileux; German: ölig; Ancient Greek: λιπαρός; Hungarian: olajos; Kazakh: майлы; Kyrgyz: майлуу; Malay: berminyak; Norman: huileux; Plautdietsch: eeljich; Portuguese: oleoso, oleaginoso, oleento; Russian: масляный, маслянистый; Scottish Gaelic: olach; Spanish: aceitoso; Swedish: oljig; Turkish: yağlı; Yiddish: אייליק
greasy
Bulgarian: мазен, тлъст; Czech: mastný; Finnish: rasvainen; German: fettig; Ancient Greek: λιπαρός; Hungarian: zsíros; Irish: bealaithe, gréisceach; Polish: tłusty, ociekający tłuszczem; Swedish: flottig; Ukrainian: масний, масткий, сальний, жирний; Welsh: seimlyd