ζούγωνερ
English (LSJ)
Laconian for ζύγωνες, ploughing oxen, Hsch.
Greek Monolingual
ζούγωνερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες
βόες ἐργάται» — βόδια για όργωμα, για αροτρίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί του αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν.