ταχύϊππος
English (LSJ)
ον, riding fast, Sch. Ar. Nu. 729.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γρήγορα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].
ον, riding fast, Sch. Ar. Nu. 729.
-ον, Α
αυτός που έχει γρήγορα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].