ἰπνοπλάστης
English (LSJ)
ου, ὁ, = ἰπνοπλάθος, Gal. Thras. 43.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, der Ofen bildet, der Töpfer, Galen.
Greek Monolingual
ἰπνοπλάστης, ὁ (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)].
ου, ὁ, = ἰπνοπλάθος, Gal. Thras. 43.
[Seite 1257] ὁ, der Ofen bildet, der Töpfer, Galen.
ἰπνοπλάστης, ὁ (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)].