ἰπνοπλάθος
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (πλάσσω) oven-maker, fire-clay moulder, worker in terra-cotta, much like κοροπλάθος (q.v.), Pl.Tht.147a:—later ἰπνοπλάθης, Poll.7.163, Tim.Lex., Harp.:—also ἰπνοπλάστης, ου, ὁ, Gal.Thras.43:
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Poll. 7, 163; Plat. Theaet. 147 a steht der gen. plur. ἰπνοπλάθων od.
Russian (Dvoretsky)
ἰπνοπλάθος: ου (ᾰ) ὁ печник Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνοπλάθος: -ου, ὁ, (πλάσσω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν κλιβάνῳ ἢ καμίνῳ, κεραμεύς, σχεδὸν ὡς τὸ κοροπλάθος (ὃ ἴδε), Πλάτ. Θεαίτ. 147Α (διάφ. γραφ. ἰπνοπλάστης, ὡς ἐν Γαλην. 6. 36· ἰπνοπλάθης ἐν Τιμ. Λεξ.), Πολυδ. Ζ΄, 163, Ἁρποκρ.· - οὕτω καὶ ἰπνοποιός, όν, Λουκ. Προμ. 2, Θεμίστ. 256D.
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθος, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογοπλάθος, πηλοπλάθος].