τετράχους

Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for τετράχοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui contient quatre conges ; ὁ τετράχους mesure de quatre conges.
Étymologie: τέσσαρες, χοῦς.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, ΜΑ
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν
ποσότητα τεσσάρων χοών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοῦς /-χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά-χους].

Russian (Dvoretsky)

τετράχους: стяж. = τετράχοος.

Middle Liddell

τετρά-χους, ουν,
holding four χόες, Anth.